countryside: krajina, εξοχή, ύπαιθρος
disaster: nešťastie, pohroma, καταστροφή, συμφορά
trap: zachytiť, παγιδεύω
hose: hadica, μάνικα
throat: krk, λαιμός, λάρυγγας
choke: škrtiť, ασφυκτιώ, πνίγομαι
nuzzle: rýpať, φωλιάζω
stride: kráčať, κάνω μεγάλα βήματα
glacier: ladovec, παγετώνας
transparent: preihľadný, διαφανής
swell: nadúvať, opuchať, φουσκώνω, ογκούμαι
renewable (energy): obnoviteľná (energia), ανανεώσιμη (ενέργεια)
extinguish: vyhasnutý, κατάσβεση, εξοντώνω
gratitude: vďačnosť, ευγνωμοσύνη
coincidence: zhoda, súlad, σύμπτωση
feed: kŕmiť, ταΐζω, τροφοδοτώ